- πρακτόρειος
- -εία, -ον, Α [πράκτωρ, -ορος]1. ο εισπραττόμενος, αυτός που υπόκειται σε είσπραξη2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτόρειονέδρα, γραφείο τού πράκτορα στο οποίο υπήρχε και φυλακή για οφειλέτες δημόσιου χρήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρακτορείαν — πρακτορείᾱν , πρακτόρειος subject to collection fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτόρεια — office of fem nom/voc sg πρακτόρειον office of the neut nom/voc/acc pl πρακτόρειος subject to collection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)